Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μπαίνω στα

  • 1 μπαίνω

    (αόρ. (ε)μπήκα) αμετ.
    1) входить (в помещение); 2) садиться (в трамвай и т. п.); 3) входить, влезать, забираться;

    μπαίνω στο μπάνιο — садиться в ванну;

    μπαίνω στο νερό — лезть в воду;

    4) входить, вмещаться;
    5) входить в состав (чего-л.);

    μπαίνει στο λογαριασμό — это включено в счёт;

    6) поступать, устраиваться;

    μπαίνω στη δουλειά (στην υπηρεσία) — поступать на работу (на службу);

    μπαίνω στο πανεπιστήμιο — поступать, быть принятым в университет;

    7) вмешиваться;

    μπαίνει παντού — а) он во всё вмешивается, всюду суёт свой нос; — б) он вхож повсюду; — для него все двери открыты;

    8) понимать; вникать;
    μπηκες (μέσα или στο νόημα); ты понял?;

    μπαίνω στο ρόλο — входить в роль;

    μπαίνω στίς λεπτομέρειες (στην ουσία της υπόθεσης) — вникать в подробности (в суть дела);

    μπηκα στην υπόθεση я уже в курсе дела;
    9) садиться (о материале); 10) наступать, приходить; μπήκε ο χειμώνας зима пришла;

    § μπαίν φυλακή — садиться в тюрьму;

    μπαίνω στο κλουβί ( — или στο ζυγό) — жениться;

    μπαίνω εγγυητής — поручиться (за кого-л.);

    μπαίνω στα εξοδα — нести большие расходы;

    μπαίνω στα βάσανα — брать на себя большую ответственность; — брать на себя большие заботы;

    μπαίνω στη μέση — вмешиваться;

    του μπήκε στο κεφάλι ему взбрело в голову;

    μπαίν στο ρουθούνι — надоедать;

    μπαίνω σε μιά τέχνη — осваивать какое-л. ремесло;

    μπαίνω σε ισχύ — входить в силу (о законе и т. п.);

    μπατε σκύλλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δίνετε (или μη δώστε) погов, без хозяина дом вверх дном

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μπαίνω

  • 2 χρέος

    τό
    1) долг (денежный); задолженность;

    δημόσια χρέος — государственный долг;

    κάνω χρέη — делать долги;

    μπαίνω στα χρέη — влезать в долги;

    εξοφλώ ( — или βγάζω) τα χρέη μου — гасить, уплачивать долги;

    είμαι πνιγμένος στα χρέη — запутаться в долгах; — быть по уши в долгих;

    2) долг, обязанность;

    έχω χρέος να... — я должен (что-л, сделать);

    κάνω το χρέος μου — исполнять свой долг;

    θεωρώ χρέος μου — считать своим долгом;

    3) πλ. обязанности;

    υπηρεσιακά χρέη — служебные обязанности;

    εκτελώ χρέη δημάρχου — исполнить обязанности мэра;

    αναλαμβάνω τα χρέη μου — приступать к своим обязанностям;

    § χρέος τιμής — долг чести (в карточной игре, погашаемый в течение 24-х часов);

    τό κοινό χρέος — смерть;

    χρέος μου — не за что (ответ на благодарность);

    όποιος αγαπά τα χρέη, έχει σύντροφο το ψέμα — посл, кто долги любит, тот с ложью дружит

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χρέος

  • 3 αίμα

    (γεν. αίματος) τό
    1) кровь;

    αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;

    μετάγγιση αίματος переливание крови;

    σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;

    μόλυνση τού αίματος заражение крови;
    κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;

    χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;

    μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;
    2) родная кровь; кровное родство;

    είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;

    συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;

    δεσμοί αίματος узы крови;

    § φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом

    и кровью добиться (чего-л.);

    παίρνω αίμα — пускать кровь;

    παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;

    μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);

    έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;

    ανάψανεта αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;

    τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;

    μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;

    μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;

    βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;

    μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;

    με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;

    τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;

    τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίμα

  • 4 έξοδο(ν)

    το (чаще πλ.)
    1) расходы, издержки;

    τα έξοδα ατομικά — личные расходы;

    μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;

    οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;

    δικαστικά έξοδα — судебные издержки;

    έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;

    γενικά έξοδα — накладные расходы;

    απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;

    βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;

    μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;

    υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;

    καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;

    του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;

    με έξοδα... — за счёт...;

    με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;

    έξοδα κοινά — на общий счёт;

    2) бухг, расход;

    έσοδα και έξοδα — приход и расход

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξοδο(ν)

  • 5 έξοδο(ν)

    το (чаще πλ.)
    1) расходы, издержки;

    τα έξοδα ατομικά — личные расходы;

    μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;

    οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;

    δικαστικά έξοδα — судебные издержки;

    έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;

    γενικά έξοδα — накладные расходы;

    απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;

    βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;

    μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;

    υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;

    καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;

    του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;

    με έξοδα... — за счёт...;

    με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;

    έξοδα κοινά — на общий счёт;

    2) бухг, расход;

    έσοδα και έξοδα — приход и расход

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έξοδο(ν)

  • 6 μέσα

    μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.
    1) внутрь; внутри;

    πολύ μέσα — в глубине;

    είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;

    τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;

    περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;

    έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);

    2):

    από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;

    ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;

    μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;

    πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;

    3) в (самый) разгар;
    ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):

    από μέσα μου — про себя;

    μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;

    τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;

    § μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;

    μέσα σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;

    μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;

    τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;

    έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;

    τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;

    μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;

    τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;

    είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;

    τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;

    2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;

    η μέσα μεριά — внутренняя сторона;

    τό μέσα μέρος — внутренняя часть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μέσα

  • 7 κίνηση

    [-ις (-εως)] η
    1) е разн. знач движение;

    η περιστροφική κίνηση — вращательное движение;

    χαριτωμένες κίνήσεις — изящные движения;

    μεγάλη κίνηση — большое движение;

    τροχαία κίνηση — а) уличное движение; — б) служба регулирования уличного движения;

    κίνηση πληθυσμού — движение народонаселения;

    κίνηση ταμείου — оборот кассы;

    κίνηση στα άδεια ( — или νεκρά) — холостой ход;

    θέτω ( — или βάζω) σε κίνηση — приводить в движение; — пускать в ход;

    μπαίνω σε κίνηση — приходить в движение;

    2) оживление, оживлённость; активность;

    η εμπορική κίνηση — коммерческая активность;

    παρατηρείται κάποια κίνηση — наблюдается, чувствуется какое-то оживление;

    3) передвижение (войск);
    4) кив5ние, кивок;

    κίνηση της κεφαλής — кивок головы;

    § κίν ιδεών — а) борьба идей; — б) развитие мысли;

    εκπολιτιστική κίν — культурная жизнь;

    έξοδα κίνήσεως — командировочные расходы;

    κίνηση αγωγής — возбуждение (судебного) дела; — предъявление (судебного) иска

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κίνηση

См. также в других словарях:

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έξοδο — το (Μ ἔξοδον) [έξοδος] το χρηματικό ποσό που ξοδεύει κανείς για κάποιο σκοπό, δαπάνη («έξοδα δίκης, διατροφής») νεοελλ. φρ. 1. «βάνω στα έξοδα» γίνομαι αιτία να ξοδέψει κάποιος χρήματα 2. «μπαίνω στα έξοδα» παρασύρομαι σε δαπάνες 3. «οδοιπορικά… …   Dictionary of Greek

  • σαράντα — ΝΜ άκλ. (απόλ. αριθμτ.) 1. ο αριθμός που δηλώνει τέσσερεις δεκάδες, τεσσαράκοντα («σαράντα παλληκάρια από τη Λεβαδιά», δημ. τραγούδι) 2. (με άρθρ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαράντα α) το τεσσαρακοστό έτος τής ηλικίας («μπαίνω στα σαράντα») β) η… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»